αλάνα

αλάνα
η [αλάνι]
1. ανοιχτός αφύτευτος και άχτιστος χώρος μέσα σε οικισμό, πλατεία
2. πολύ ευρύχωρος ή εκτεταμένος τόπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλάνι — το 1. υπαίθριος χώρος, έξω από την πόλη ή μέσα σ’ αυτή, αλάνα 2. παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. λ. alan «πέρασμα μέσα στο δάσος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάνα, αλάνης, αλανιάρης] …   Dictionary of Greek

  • σμάρι — Ημιορεινός οικισμός (374 κάτ., υψόμ. 320 μ.), στην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Καστελλίου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 374 κάτ.). * * * το, Ν 1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • πλάτωμα — το πλατύς τόπος, ξέφωτο, αλάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”